Μια νέα επιστημονική μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στην Ουρμπάνα-Σαμπαίν έρχεται να καταρρίψει έναν από τους πιο διαδεδομένους μύθους στον χώρο της άσκησης και της διατροφής: τη φημολογούμενη υπεροχή των ζωικών πρωτεϊνών έναντι των φυτικών στη μυϊκή ανάπτυξη.
Η ομάδα ερευνητών, με επικεφαλής τον καθηγητή Nicholas Burd, διεξήγαγε ένα εντατικό πείραμα στο οποίο συμμετείχαν 40 σωματικά δραστήριοι ενήλικες ηλικίας 20 έως 40 ετών (28 άνδρες και 12 γυναίκες). Αρχικά, οι συμμετέχοντες ακολούθησαν μια επταήμερη προσαρμοστική διατροφή, προκειμένου να επαναφέρουν τον οργανισμό τους σε ουδέτερη κατάσταση πριν την κυρίως φάση του πειράματος.
Στη συνέχεια, χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: μία που ακολούθησε διατροφή βασισμένη σε ζωικές πρωτεΐνες (κρέας, γαλακτοκομικά, αυγά) και μία που τήρησε αυστηρά φυτική διατροφή, με ιδιαίτερη προσοχή στη σύνθεση των αμινοξέων ώστε οι φυτικές πρωτεΐνες να είναι πλήρεις και συγκρίσιμες με τις ζωικές. Η συνολική πρόσληψη πρωτεΐνης και στις δύο περιπτώσεις κυμαινόταν μεταξύ 1,1 και 1,2 γραμμαρίων πρωτεΐνης ανά κιλό σωματικού βάρους ημερησίως.
Επιπλέον, οι ομάδες υποδιαιρέθηκαν: κάποιοι κατανάλωναν ίση ποσότητα πρωτεΐνης σε τρία γεύματα ημερησίως, ενώ άλλοι κατανάλωναν την πρωτεΐνη κατανεμημένη σε πέντε γεύματα, με την υψηλότερη πρόσληψη προς το τέλος της ημέρας. Όλοι οι συμμετέχοντες εκτελούσαν ασκήσεις ενδυνάμωσης με βάρη κάθε τρεις ημέρες υπό εργαστηριακή επίβλεψη, ενώ η συνολική σωματική δραστηριότητα εκτός εργαστηρίου παρακολουθούνταν μέσω επιταχυνσιομέτρων.
Για να καταγράψουν την αξιοποίηση της πρωτεΐνης από τον οργανισμό, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν «βαρύ» νερό (D2O), μια μέθοδο που επιτρέπει την ανίχνευση της σύνθεσης πρωτεϊνών και αμινοξέων σε πραγματικό χρόνο. Μέσα από αναλύσεις βιοψιών στους μυς των ποδιών πριν και μετά την περίοδο του πειράματος, οι επιστήμονες διαπίστωσαν κάτι απρόσμενο: δεν υπήρχε καμία διαφορά στον τρόπο που ο μυϊκός ιστός συνθέτει πρωτεΐνη από ζωικές ή φυτικές πηγές.
Θεωρούσαμε ότι η σταδιακή πρόσληψη θρεπτικών συστατικών κατά τη διάρκεια της ημέρας ή η ανώτερη πεπτικότητα των ζωικών πρωτεϊνών θα είχε σημασία. Όμως, διαπιστώσαμε ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία ούτε το είδος της πρωτεΐνης, ούτε η χρονική κατανομή της.
Η μελέτη έρχεται να αμφισβητήσει δεκαετίες εδραιωμένων πεποιθήσεων, όπου ζωικές πρωτεΐνες όπως το κρέας θεωρούνταν ανώτερες λόγω της ταχύτερης απορρόφησης και της πλήρους αμινοξικής σύνθεσής τους. Παλιότερες έρευνες είχαν επικεντρωθεί κυρίως σε μεμονωμένες δόσεις πρωτεΐνης και άμεσες μετρήσεις, οι οποίες όντως έδειχναν ταχύτερη σύνθεση μυϊκής πρωτεΐνης από ζωικές πηγές. Ωστόσο, η νέα αυτή μελέτη που υιοθέτησε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση διατροφικής πρόσληψης σε καθημερινό πλαίσιο δείχνει ότι στη μακροχρόνια μυϊκή ανάπτυξη το αποτέλεσμα είναι ίδιο, ανεξαρτήτως της πηγής πρωτεΐνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παλαιότερη δεκάμηνη μελέτη είχε επίσης καταλήξει σε παρόμοιο συμπέρασμα, αν και οι συμμετέχοντες τότε κατανάλωναν πολύ υψηλότερες ποσότητες πρωτεΐνης (1,6-1,8 γρ./κιλό) και οι φυτικές πρωτεΐνες χορηγούνταν κυρίως μέσω συμπληρωμάτων.
Σύμφωνα με τους ερευνητές:
Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι η αναβολική δράση των ζωικών και των φυτικών διατροφικών προτύπων είναι παρόμοια. Επίσης, η κατανομή της πρόσληψης πρωτεΐνης δεν έχει ρυθμιστικό ρόλο στην ενίσχυση της σύνθεσης της μυοϊνιδιακής πρωτεΐνης στους νεαρούς ενήλικες.
Για όσους γυμνάζονται ή αναζητούν τη βέλτιστη διατροφή μετά την άσκηση, το μήνυμα του Burd είναι σαφές: «Το καλύτερο είδος πρωτεΐνης είναι εκείνο που βάζετε στο στόμα σας μετά την προπόνηση». Όσο εξασφαλίζεται επαρκής πρόσληψη υψηλής ποιότητας πρωτεΐνης μέσω της διατροφής, δεν υπάρχει καμία διαφορά στο τελικό αποτέλεσμα.
Η μελέτη αυτή ανοίγει τον δρόμο για μια πιο ευέλικτη προσέγγιση στη διατροφή για αθλητές και καθημερινούς ασκούμενους, καταρρίπτοντας μύθους και απλοποιώντας την επιστήμη της μυϊκής ανάπτυξης.
[via]